- αφίλητος
- -η, -οαυτός που δε φιλήθηκε, αγνός: Ήταν κορίτσι αφίλητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφίλητος — unloved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίλητος — η, ο (Α ἀφίλητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον φίλησαν 2. (για γυναίκα) ανέραστη, αγνή αρχ. εκείνος τον οποίο δεν αγαπούν … Dictionary of Greek
ἀφίλητον — ἀφίλητος unloved masc/fem acc sg ἀφίλητος unloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλήτων — ἀφίλητος unloved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)